- σεβαστῶν
- σεβαστόςvenerablefem gen plσεβαστόςvenerablemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Philaretos Brachamios — (griechisch Φιλάρετος Βραχάμιος, armenisch Pilartos Varajnuni Փիլարտոս Վարաժնունի, arabisch Filardūs al Rūmī[1]; † 1092?) war ein byzantinischer Domestikos und Strategos (General), Statthalter der Provinz Koloneia im Militärbezirk des… … Deutsch Wikipedia
P. Oxy. XLII 3035 — Das Papyrus Oxyrhynchus 3035 (oder auch P. Oxy. XLII 3035) ist ein Dokument mit einem Haftbefehl für einen Christen vom 28. Februar 256 AD, der von den Behörden des Römischen Reiches ausgestellt wurde. Es ist eine der ältesten nachgewiesenen… … Deutsch Wikipedia
PONTIFEX Maximus — apud eosdem Romanos, dicebatur unus ille, qui reliquorum supremus erat, a Numa itidem institutus, cui, ut Dionys. l. 2. tradit, maximarum rerum, quae ad sacra et Religionem pertinent, curam iudiciumque commisit, eumque vindicem esse iussit… … Hofmann J. Lexicon universale
VESTA Nova — cognominata est Iulia Augusta seu Domna Severi Imperatoris uxor, quasi Numen Urbis Imperiique tutelate, quemadmodum ignis Vestalis inter symbola et pignora Imperii olim fuit. Inscr. vetus Lampsaci, ΙΟΓΛΙΑΝ ΣΕΒΑΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑΝ ΝΕΑΝ ΔΗΜΗΤΠΑ Η ΓΕΠΟΓΣΙΑ… … Hofmann J. Lexicon universale
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… … Dictionary of Greek